-
1 фотография
фотография ж 1) (снимок) η φωτογραφία; заниматься \фотографияей ασχολούμαι με τη φωτογραφική (τέχνη) 2) (ателье ) το φωτογραφείο* * *ж1) ( снимок) η φωτογραφίαзанима́ться фотогра́фией — ασχολούμαι με τη φωτογραφική (τέχνη)
2) ( ателье) το φωτογραφείο